DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
stans adj.
industr., mech.eng. στιγεύς
stansen adj.
immigr., tech. αποκοπή με "κοπτικό"
industr., construct. πρεσάρω το μπλοκέτο για διάτρηση
industr., construct., mech.eng. τρυπώ με στιγέα
IT αναπαραγωγή διάτρησης
met. διάτμηση με μια κόψη
met., mech.eng. διατρυπώ
stans
: 8 phrases in 3 subjects
Chemistry3
Industry3
Mechanic engineering2