DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
stank m
environ. καπνός/αιθάλη/αναθυμιάσεις; οσμή
med. δυσώδης οσμή (foetor); δυσοσμία (foetor); δυσωδία (foetor)
stank
: 1 phrase in 1 subject
Environment1