DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
standtijd m
met. διάρκεια ζωής λειαντικού τροχού
tech., mech.eng. ενεργή διάρκεια χρήσης ενός εργαλείου; διάρκεια ζωής; διάρκεια κοπτικής αντοχής