DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
spuitnevel n
gen. ομίχλη; νέφος
chem. νέφος ψεκασμού
chem., met. ομίχλη ψεκασμού
industr., construct. αναθυμίαση κόλλας
spuitnevel
: 4 phrases in 2 subjects
Chemistry2
General2