DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
spuit f
earth.sc., met., el. πιστόλι ψεκασμού
social.sc. γκανάκι
spuiten f
agric. ράντισμα; ψεκασμός
environ. εκτίναξη; ανάβλυση; εκτίναξη/ανάβλυση
industr., chem. βάψιμο με ψεκασμό
industr., construct. εξωθώ
transp., construct. επιφανειακός διαποτισμός
spuit
: 94 phrases in 10 subjects
Agriculture18
Chemistry12
Commerce1
General3
Materials science1
Mechanic engineering2
Medical11
Metallurgy38
Natural sciences4
Transport4