DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
spreiden v
agric. μάζεμα
comp., MS επέκταση; τέντωμα
spreiden adj.
agric. συλλογή
commun., transp. μερισμός
construct. διάστρωση
IT, dat.proc. αποσυμπιέζω
met. επίστρωση
spreider adj.
fish.farm. πεταλούδα
industr., construct. ανοιχτήρι; διαστολέας; τανυτής
spreiden
: 8 phrases in 6 subjects
Chemistry2
Construction2
Finances1
General1
Information technology1
Law1