DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
splitter adj.
environ., chem. δυναμικός διαιρέτης παροχής; διαχωριστήρας
industr., construct. γναφεύς; επικοσμητής; ομαλιστής εριούχων υφασμάτων; τεχνίτης που τελειοποιεί ένα έργο; υπάλληλος ρεφιλαρίσματος
IT διαιρέτης; προσαρμοσμένος διαιρέτης
splitter
: 4 phrases in 3 subjects
Chemistry1
Communications1
Electronics2