DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
splitser adj.
gen. καλωδιοκολλητής
splitsen adj.
commun., transp. μερισμός
food.ind. διάσχιση
industr., construct. σχίσιμο κατά μήκος; αμμάτιση; κέστρα; καβίλια; ματισιά; διαίρεση
med. διαχωρίζομαι; διαχωρίζω
splitser
: 12 phrases in 7 subjects
Education1
Electronics1
Finances2
Immigration and citizenship1
Information technology2
Mechanic engineering1
Transport4