DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
splitsen v
comp., MS διαχωρισμός; διαιρώ
splits v
astronaut., transp. Σύνδεση
fish.farm. μάτιση
mech.eng. ένωση; ματισιά; μάτισμα
splitsen adj.
commun., transp. μερισμός
food.ind. διάσχιση
industr., construct. σχίσιμο κατά μήκος; αμμάτιση; κέστρα; καβίλια; ματισιά; διαίρεση
med. διαχωρίζομαι; διαχωρίζω
splitser adj.
gen. καλωδιοκολλητής
splitsen
: 17 phrases in 10 subjects
Education1
Electronics1
Finances2
General1
Immigration and citizenship1
Industry2
Information technology2
Mechanic engineering2
Microsoft1
Transport4