DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
speelruimte f
gen. ελεύθερος χώρος
environ. γεωγραφικό πλάτος γεωγραφικό πλάτος
hobby, construct. χώρος παιχνιδιού
transp., astronaut. Ελεύθερη συναρμογή