DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
spanwijdte f
astronaut., transp. Εκπέτασμα
construct. υποτεινούμενο τόξο γραμμής; άνοιγμα
transp. ελεύθερο άνοιγμα; εγκάρσιο άνοιγμα; εκπέτασμα; κατά μήκος του εκπετάσματος
transp., avia. εκπέτασμα πτέρυγας