DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
spanningsopbouw m
earth.sc., el. ενεργοποίηση ενός ηλεκτρονόμου; ενεργοποίηση ενός ρελέ; διεγείρω; ενεργοποιώ; ρευματοδοτώ