DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
sorteren
 sorteren
gen. διαλογή
agric. construct. διαλογή κατά μέγεθος ή κατά βάρος
comp., MS ταξινόμηση
environ. διαχωρισμός
IT διατάσσω
van | de
 demonteren
mater.sc. construct. αποσυναρμολογώ
verschillende soorten | pulp
 pulp
environ. πολτός; πολφός; πούλπα
- only individual words found

to phrases
sorteren v
gen. διαλογή
agric., construct. διαλογή κατά μέγεθος ή κατά βάρος
comp., MS ταξινόμηση
environ. διαχωρισμός
IT διατάσσω
IT, tech. ταξινομώ
sorteren van de verschillende
: 4 phrases in 1 subject
Technology4