DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
sondering f
earth.sc. βυθομέτρηση; δοκιμαστική γεώτρηση; ανιχνευτική γεώτρηση
med. διεύρυνση με τη βοήθεια κηρίου
sonderingen f
life.sc., tech. ερευνητικαί διατρήσεις εδάφους ή βυθού
sondering
: 4 phrases in 3 subjects
Communications1
Life sciences2
Transport1