DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
solifluctie f
life.sc., agric. ροή εδάφους; εδαφοέρπυση; εδαφοροή; ερπυσμός εδάφους; ερπυσμός κορημάτων κεκορεσμένου ύδατος; ερπυσμός κορημάτων κεκορεσμένων με νερό
solifluctie
: 1 phrase in 1 subject
Life sciences1