DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
snavel m
construct. πρόρρυγχο
met., el. στόμιο εκροής
nat.res. στόμα προτεταμένο σαν ράμφος
snavel
: 3 phrases in 3 subjects
Agriculture1
Animal husbandry1
Environment1