| |||
κράμβη η λαχανώδης (Brassica oleracea var. capitata) | |||
κεφαλωτή κράμβη (Brassica oleracea capitata alba); κεφαλωτό λάχανο (Brassica oleracea capitata alba) | |||
λάχανο (Brassica spp.); βρασσική (Brassica spp.); κράμβη (Brassica spp.) |
sluitkool : 1 phrase in 1 subject |
Agriculture | 1 |