DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
sluiting f
construct. μονολιθοποίηση
environ. κλείσιμο; διακοπή λειτουργίας; παύση δραστηριοτήτων; κλείσιμο/διακοπή λειτουργίας/παύση δραστηριοτήτων
industr., construct. δέσιμο φοντιού για μοντάρισμα; είδος πωματισμού; κλείστρο; φερμουάρ
mech.eng. μάνδαλο; συνδετήρας; μεταλλικό κορδόνι
nat.sc., agric. κλείσιμον
transp. συρματόσχοινο πλαγιοδέτησης
transp., nautic. αγκύλιο; κλειδίκν.; συνδετικός κρίκος
transp., nautic., fish.farm. κλειδί
lucht/waterdichte, afsluiting f
environ. στοιχείο στεγανοποίησης/επικάλυψη
sluiting
: 75 phrases in 22 subjects
Agriculture1
Commerce6
Communications1
Construction1
Economy3
Electronics6
Environment1
Finances3
Fish farming pisciculture2
General1
Industry12
Information technology2
Labor law1
Law4
Materials science9
Mechanic engineering4
Medical1
Metallurgy1
Municipal planning2
Nuclear and fusion power2
Politics4
Transport8