DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
slotplaat f
industr., construct. προμετωπίδα
mech.eng. θωράκιση; όργανα ελέγχου τόρνου; κιβώτιο ρυθμίσεων κινήσεων εργαλειοφορείου