DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
slijpen v
gen. στίλβωση
agric. αποξέω; αποξύνω
chem. ταγιάρισμα
environ. άλεση/πολτοποίηση/ισοπέδωση/λείανση/τρόχισμα
forestr. μηχανική πολτοποίηση
industr., construct., chem. υψηλή λείανση
mech.eng. ισοπέδωση
met. λειαίνω; τροχίζω; λείανση; τρόχισμα
met., mech.eng. τρίβω; αλέθω; λειαίνω με τόρνο
slijpen
: 28 phrases in 8 subjects
Agriculture1
Chemistry3
Environment1
Food industry1
Industry10
Mechanic engineering4
Metallurgy6
Transport2