DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
sleepvermogen n
mech.eng. ελκτική ικανότητα; ικανότητα έλξης; ικανότητα ενός κινητήρα να έλκει
transp., mech.eng. ικανότητα ρυμουλκήσεως