DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
sleepegge f
agric. σβάρνα-διασκορπιστής κοπριάς και λιπασμάτων; σβάρνα για αναχώματα; σβάρνα για σαμάρια; ισοπεδωτικό μηχάνημα εδάφους; ισοπεδωτής