DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
slechthorendheid adj.
environ. διαταραχή εξασθένιση της ακοής; διαταραχή εξασθένιση της ακοής
health. υπακουσία
Slechthorendheid adj.
health. Επιτροπή Εναρμονισμένης Δράσης - Καταννόηση, Αξιολόγηση και Θεραπεία της Εξασθενίσεως της Ακοής; Εξασθένιση της Ακοής
slechthorendheid
: 1 phrase in 1 subject
Health care1