DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
slakkenberg m
environ., coal. χώρος συσσώρευσης σκάρτων; σωρός απορριμμάτων; σωροί άνθρακα
environ., industr. στήριξη του σωρού σκωρίας
environ., met. λάκκος σκουριάς