DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
slakken adj.
industr. σκουριά; σκωρία πυθμένα κλιβάνου
met. σκωρία
slakken primaire en secundaire smelt adj.
environ. Σκωρίες πρώτη και δεύτερη εξαγωγή μετάλλου
slakken
: 2 phrases in 1 subject
Materials science2