DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
slak f
industr. σκουριά; σκωρία πυθμένα κλιβάνου
industr., construct. θνησιγενές
met. σκωρία f; σιδηροσκωρία; σκωρία αργού σιδήρου; σκουριά συγκόλλησης
met., mech.eng. εξαφρίσματα f; αφρός m
nat.res. σαλιγκάρι (Helix aspera)
transp., chem. συσσωματώματα υπολειμμάτων καύσης; κλίνκερ
metaalslakken f
environ. σκωρία f; σκωρία μεταλλεύματος
slak
: 64 phrases in 10 subjects
Agriculture2
Chemistry2
Construction3
Environment6
General4
Materials science2
Metallurgy42
Municipal planning1
Natural resourses and wildlife conservation1
Natural sciences1