DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
slagvastheid f
chem. δοκιμή αντίστασης με την μέθοδο "μπίλια"
coal., met. αντίστασις εις τον κερματισμόν δια κρούσεως
met. αντοχή σε κρούση
tech., industr., construct. αντοχή στην κρούση