DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
slagsterkte f
gen. αντίσταση έναντι κρούσης; αντοχή σε κρούση; κρουστική αντοχή
industr., construct., chem. αναπήδηση
slagsterkte
: 1 phrase in 1 subject
Materials science1