DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
simultaneïteit f
IT σύνδρομη πρόσβαση; ταυτοχρονία; ταυτοχρονισμός; ταυτόχρονος χαρακτήρας; σύνδρομη προσπέλαση; συνδρομή