DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
schuitje n
chem. δοχείο κυπέλλωσης; σκαφοειδές χωνευτήρι; βάρκα; λέμβος; σκαφίδιο
el. λέμβος φούρνου
industr., construct. βάση μπομπίνας
schuitje
: 2 phrases in 2 subjects
Industry1
Technology1