DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
schuim v
gen. αφρός
industr., construct. ακαθαρσία
industr., construct., met. ξαφρίσματα δοχείου
mater.sc., construct. κυψελωτό υλικό
met. σκουριά υψικαμίνων; άφρισμα; φυσαλίδες; σκουριά
met., mech.eng. εξαφρίσματα
nat.res. μεταξώδες έκριμμα νύμφης των αφροφόρων
schuimen adj.
earth.sc., mech.eng. άφρισμα
schuim
: 52 phrases in 13 subjects
Agriculture1
Chemistry23
Coal1
Commerce1
Earth sciences2
Environment3
Food industry1
General4
Health care1
Industry2
Materials science4
Metallurgy1
Transport8