DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
schuifraam n
agric. αρθρωτό πλαίσιο-παραλληλόγραμμο; σβάρνα
construct. συρόμενο παράθυρο
transp. παράθυρο που ανοιγοκλείνει συρόμενο οριζόντια
transp., mech.eng. πλαίσιο του ατμοσύρτη
schuifraam
: 1 phrase in 1 subject
Agriculture1