DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
schuif f
met. συρόμενη έμφραξη; συρόμενη βαλβίδα εγχυτήρα; συρόμενη βαλβίδα πύλης
schuif v
agric. άνοιγμα τροφοδοσίας; θυρίδα τροφοδοσίας; πύλη τροφοδοσίας
comp., MS ολίσθηση
mech.eng., construct. μεταλλικός ρουφράκτης υπεργείου αγωγού
met. συρόμενη βαλβίδα στομίου
met., mech.eng. μάνδαλο; σύρτης
mun.plan. μικρός σύρτης
transp., construct. θυρόφραγμα; πτερύγιο δικλείδας
schuiven v
comp., MS κυλώ; σέρνω
industr., construct. ξυρίζω; κουρεύω
mech.eng. ολίσθηση; ενδολίσθηση; επολίσθηση
med. μεταθέτω
schoof v
gen. δεσμίδα
agric. χειρόβολο
schuif
: 105 phrases in 11 subjects
Agriculture16
Chemistry6
Construction9
Earth sciences1
Electronics1
Information technology23
Mechanic engineering20
Microsoft10
Politics1
Technology2
Transport16