DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
schoorpaal m
agric. αντηρίδα; αντιστήριγμα
transp., construct. θλιβόμενος πάσσαλος; πάσσαλος αντιστηρίξεως; κεκλιμένος πάσσαλος; λοξός πάσσαλος
Schoorpaal m
transp., construct. αντηρίδα; αντιστύλωμα
schoorpaal
: 1 phrase in 1 subject
Agriculture1