DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
schoor m
transp. άτλαντες; μπουντέλια
schoor v
coal., construct. ορθοστάτης
construct. αντιστήριξη; δοκάρι οριζόντιας αντιστηρίξεως; υποστύλωμα ικριώματος; ζυγό; πλαγιόδεσμος
industr., construct. σφήνα; τάκος; πουντέλι; παραστάτης; υποστήριγμα
mech.eng. ράβδος ακινητοποίησης; στύλος συγκράτησης
stat., agric. ορθοστάτης ορυχείων
transp. τσιφούτια; μπουντέλι; στήριγμα
transp., construct. προσωρινό υποστύλωμα
transp., geogr. ακτή
schoren v
construct. υποστυλώνω; στηρίζω
transp. να στηριχθεί
transp., construct. στηρίγματα; στύλοι; συνδέω με εγκάρσιους συνδέσμους
transp., nautic. τοποθετώ τα υποστηρίγματα κύτους
scheren v
agric. κουρά; κουρά των προβάτων
industr., construct. κούρεμα; ξύρισμα πέλους; διάσιμο; ξυρίζω; κουρεύω
scherend v
earth.sc. διάτμηση
schoor
: 14 phrases in 5 subjects
Agriculture6
Industry4
Technology1
Textile industry1
Transport2