DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
schokbreker m
gen. αποσβεστήρας
mech.eng. αποσβεστήρας κρούσεως
transp. ελαιοαποσβεστήρας κρούσεων; αποσβεστήρας κρούσεων
transp., industr., construct. προφυλακτήρας πρόσκρουσης
transp., mech.eng. αμορτισέρ; αποσβεστήρας κραδασμών; συσκευή απόσβεσης των κραδασμών
schokbreker
: 9 phrases in 1 subject
Transport9