DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
schoepenrad n
agric., construct. ανυψωτικός τροχός μετά πτερυγίων
agric., mech.eng. πτερωτή
mech.eng. συγκρότημα εξωθητήρα; συγκρότημα φυγοκεντρικού συμπιεστή; συγκρότημα δίσκου-πτερυγίων; τροχός μετά καδίσκων
mech.eng., el. φτερωτή
tech., chem. πλάκα με πτερύγια
transp., mech.eng. δίσκος ατμοστροβίλου
schoepenrad
: 4 phrases in 3 subjects
Environment1
Industry1
Mechanic engineering2