DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
schoep f
agric. λεπίδα; μικρό πτερύγιο
mater.sc., mech.eng. πτερύγιο; κάδος
mech.eng. πτερύγιο οδηγός; πτερύγιο στάτορα; οδηγό πτερύγιο; σταθερό πτερύγιο
transp., mech.eng. βαλβίδα έμφραξης ακροπτερυγίου
schoepen f
transp., mech.eng. πτερύγια
schoep
: 54 phrases in 11 subjects
Agriculture14
Chemistry1
Earth sciences11
Energy industry2
Environment1
Industry1
Materials science2
Mechanic engineering11
Metallurgy1
Municipal planning5
Transport5