Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Danish
English
Finnish
French
German
Greek
Russian
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
scherend
v
earth.sc.
διάτμηση
schoor
v
coal., construct.
ορθοστάτης
construct.
αντιστήριξη
;
δοκάρι οριζόντιας αντιστηρίξεως
;
υποστύλωμα ικριώματος
;
ζυγό
;
πλαγιόδεσμος
industr., construct.
σφήνα
;
τάκος
;
πουντέλι
;
παραστάτης
;
υποστήριγμα
mech.eng.
ράβδος ακινητοποίησης
;
στύλος συγκράτησης
stat., agric.
ορθοστάτης ορυχείων
transp.
τσιφούτια
;
μπουντέλι
;
στήριγμα
transp., construct.
προσωρινό υποστύλωμα
transp., geogr.
ακτή
schoren
v
construct.
υποστυλώνω
;
στηρίζω
transp.
να στηριχθεί
transp., construct.
στηρίγματα
;
στύλοι
;
συνδέω με εγκάρσιους συνδέσμους
transp., nautic.
τοποθετώ τα υποστηρίγματα κύτους
scheren
v
agric.
κουρά
;
κουρά των προβάτων
industr., construct.
κούρεμα
;
ξύρισμα πέλους
;
διάσιμο
;
ξυρίζω
;
κουρεύω
scherend
:
13 phrases
in 5 subjects
Agriculture
6
Industry
4
Technology
1
Textile industry
1
Transport
1
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips