DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
scheidingsschot n
agric. περικλείον διάφραγμα; διαχωριστικό διάφραγμα; χώρισμακν.; οριακό διάφραγμα
earth.sc., mech.eng. κατευθυνόμενο πτερύγιο