schakelaar | |
gen. | μηχανισμός διακόπτη |
earth.sc. el. | κουμπί διακόπτη |
el. | διακόπτης εντός-εκτός; μηχανική διακοπτική διάταξη καθορισμένης απεμπλοκής; διακόπτης; μεταγωγέας; επαφέας; μεταγόμενος |
IT el. | αυτόματος διακόπτης |
stat. scient. el. | επιλογέας |
voor | |
agric. | αυλάκι |
schakelaar voor : 15 phrases in 6 subjects |
Communications | 1 |
Earth sciences | 1 |
Electronics | 4 |
Energy industry | 1 |
Mechanic engineering | 3 |
Transport | 5 |