Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Azerbaijani
Croatian
Danish
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hebrew
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Kazakh
Latvian
Lithuanian
Maltese
Polish
Portuguese
Russian
Slovak
Spanish
Swedish
Turkish
Uzbek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
noun
|
verb
|
to phrases
schakel
m
agric.
δακτύλιος
;
κρίκος
;
συνδετικό στοιχείο
;
χαλκάς
κν.
fish.farm.
μανωμένο δίχτυ
transp.
τμήμα οδού
schakelen
v
commun.
μεταγωγή
el.
μεταγωγή ισχύος
;
διαδικασία χειρισμού
;
χειρισμός
;
μετατροπή εναλλασσόμενου ρεύματος
mech.eng.
επιλογή σχέσης μετάδοσης
;
επιλογή ταχύτητας
med.
αναστροφή
;
διακοπή
;
διατροπή
;
επιλογή
;
μεταλλαγή
transp.
κανονκός τρόπος ενεργοποίησης
transp., mech.eng.
αλλαγή της σχέσης μετάδοσης
;
αλλαγή ταχύτητας
aanschakelen
v
el.
διαδικασία έναυσης
;
διαδικασία ανατροπής
;
διαδικασία αποφραγής
;
διαδικασία πυροδότησης
schakel
:
22 phrases
in 8 subjects
Agriculture
2
Communications
3
Electronics
2
Environment
2
Fish farming
pisciculture
1
Industry
6
Information technology
3
Transport
3
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips