DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
schakel m
agric. δακτύλιος; κρίκος; συνδετικό στοιχείο; χαλκάςκν.
fish.farm. μανωμένο δίχτυ
transp. τμήμα οδού
schakelen v
commun. μεταγωγή
el. μεταγωγή ισχύος; διαδικασία χειρισμού; χειρισμός; μετατροπή εναλλασσόμενου ρεύματος
mech.eng. επιλογή σχέσης μετάδοσης; επιλογή ταχύτητας
med. αναστροφή; διακοπή; διατροπή; επιλογή; μεταλλαγή
transp. κανονκός τρόπος ενεργοποίησης
transp., mech.eng. αλλαγή της σχέσης μετάδοσης; αλλαγή ταχύτητας
aanschakelen v
el. διαδικασία έναυσης; διαδικασία ανατροπής; διαδικασία αποφραγής; διαδικασία πυροδότησης
schakel
: 22 phrases in 8 subjects
Agriculture2
Communications3
Electronics2
Environment2
Fish farming pisciculture1
Industry6
Information technology3
Transport3