Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Dutch
⇄
Bulgarian
Czech
Danish
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Maltese
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
schacht
f
agric.
στέλεχος
;
στέλεχος πτερού από το οποίο έχουν αφαιρεθεί οι μύστακες
;
στέλεχος φτερού
;
κατακόρυφη δίοδος διαφυγής
construct.
σώμα
;
κορμός
;
κατακόρυφο σώμα
industr., construct.
περικνήμιο μπότας
;
περισφύριο τμήμα υποδήματος
;
καμάρα παπουτσιού
;
καμπυλότητα υποδήματος
;
τελάρο με μιτάρια
industr., construct., met.
στέλεχος αδαμαντοτροχού
mech.eng.
άτρακτος-άξονας
;
πηγάδι ανελκυστήρα
;
φρεάτιο ανελκυστήρα
;
στέλεχος συγκράτησης
;
στέλεχος εργαλείου τόρνευσης
;
στέλεχος συγκράτησης τρυπανιού
;
ακοχλιοτόμητο μέρος
;
ελεύθερο μέρος
met.
φρέαρ υψικαμίνου
oil
φρέαρ/πηγάδι
;
φρέαρ
transp.
κατακόρυφη δίοδος προσπέλασης
;
φρεάτιο προσπέλασης καταστρωμάτων
;
δοκάρι αναρρίχησης
transp., avia.
διαμέρισμα
;
στοά
;
χώρος
schacht
:
63 phrases
in 11 subjects
Chemistry
1
Coal
4
General
3
Industry
25
Information technology
1
Leather
2
Life sciences
4
Mechanic engineering
17
Metallurgy
1
Municipal planning
1
Transport
4
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips