DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
satineren v
commun. γκλασάρω,σατινάρω,στιλβώνω χαρτί; σατινάρω; στιλβουργώ
immigr., tech. στίλπνωση
industr., construct., met. φθορίωση αμμοβολισμένης επιφάνειας
tech., industr., construct. στίλβωση χάρτου; γλασάρισμα; σατινάρισμα