DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
ruwe olie
agric., chem. ακατέργαστο λάδι; ακατέργαστο ελαιόλαδο; λάδι ακατέργαστο
energ.ind. αργό πετρέλαιο
oil ακάθαρτο πετρέλαιο
ruwe olie
: 15 phrases in 7 subjects
Agriculture1
Chemistry6
Environment1
General1
Industry1
International trade1
Oil / petroleum4