DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
rustperiode adj.
econ., lab.law. χρόνος ανάπαυσης; χρόνος παύσης εργασίας
health., lab.law. διάρκεια ανάπαυσης; περίοδος ανάπαυσης
industr. στάδιο ανάπαυσης
rustperiode
: 4 phrases in 4 subjects
Earth sciences1
Labor law1
Medical1
Natural resourses and wildlife conservation1