DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
ruimen v
met. διατρυπώ; εκτορνεύω; εντορνεύω; επαναδιατρύω; ξανατρυπώ
ruim adj.
agric., construct. μεγαλόσωμος
transp. δεξαμενή
ruimen adj.
health., anim.husb. ολοκληρωτική καταστροφή των προσβεβλημένων ζώων
health., nat.res. σφαγή για υγειονομικούς λόγους
industr., construct. διεύρυνση οπών
mech.eng. λειαίνω εσωτερικά ένα κυκλικό άνοιγμα; διεύρυνση οπής
met. στρογγυλεύω με εντορνέα; τρυπώ
met., mech.eng. διάνοιξη απόξεσης; γλείφανση
ruimer adj.
industr., construct., met. εργαλείο κατασκευής στομίου
mech.eng. αλεζουάρ; περικοπτήρας; σφήνα ελκυσμού; εκπωματιστήρας; εργαλείο λείανσης κυκλικών οπών
ruime markt adj.
fin. αγορά με ευρεία ζήτηση για τίτλους ή εμπορεύματα
ruim
: 54 phrases in 22 subjects
Agriculture3
Coal3
Criminal law1
Economy4
Education1
Environment1
Finances5
Fish farming pisciculture1
General3
Industry1
Information technology1
Insurance1
Law1
Life sciences1
Marketing1
Mechanic engineering13
Medical1
Metallurgy5
Natural sciences1
Statistics1
Transport3
Work flow2