DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
rondhout n
agric. ξύλον κορμού
industr., construct. αναποφλοίωτη ξυλεία
transp., nautic. αντενοκάταρτοκν.; σφηκίσκος
wood. απελέκητο ξύλο; στρογγυλό ξύλο; στρογγύλη ξυλεία
rondhout
: 17 phrases in 3 subjects
Agriculture11
Economy1
Industry5