DictionaryForumContacts

   Dutch Greek
Google | Forvo | +
roestvrij
 roestvrij
met. ανθεκτικός στη σκουριά; ανθεκτικός στη διάβρωση
| stalen
 stal
agric. στάβλος
environ. σταθερός
 steel
agric. κεντρικός άξονας; ράχη
fish.farm. λαβή αγκιστριού
hobby agric. στέλεχος
industr. construct. λαβή
industr. construct. met. στέλεχος αδαμαντοτροχού
| band
 band
econ. ταινία
| met
 mede
food.ind. υδρόμελι
twee opstaande kopstukken
- only individual words found

to phrases
roestvrij adj.
met. ανθεκτικός στη σκουριά; ανθεκτικός στη διάβρωση
roestvrij stalen band met twee opstaande
: 1 phrase in 1 subject
Industry1