DictionaryForumContacts

   Dutch
Google | Forvo | +
to phrases
rimpel m
el. κυμάτωση; διακύμανση
industr., construct., chem. Kατσάρωμα
mech.eng. χρονική αυξομείωση της πιέσεως
med. ρυτίδα
met. σούφρα; πτύχωση; πτυχή
rimpels m
math. κυματίδια
stat. κυματίδια
rimpel
: 4 phrases in 3 subjects
Electronics2
Health care1
Scientific1